Τι είναι κείνο που φωτά, Μάνα, στα δώματα ψηλά;
Κοιμήσου γιε μου κι ειν’ αργά σήμανε η ώρα έντεκα.
Μάνα, στα μάτια μου για δες, λάμπουνε τέσσερις φωτιές.
Δεν είναι τίποτα, έλα πια, ειν’ τα μπακίρια αστραφτερά.
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.
Τη φυσαρμόνικα γλυκά παίζανε Σεραφείμ γλυκά.
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.
Μάνα μου, ευθύς που ξεψυχήσω μηνύσετέ το στους ανθρώπους
σ’ όλη τη γη, σ’ όλους τους τόπους
κατά Βοριά κατά Νοτιά μαντάτα στείλετε πικρά.
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ’ τον ασβέστη.
Κι οι πόρτες τ’ ουρανού χτυπούσαν κι όλα τα δάση αχολογούσαν
ψηλά δεν έβλεπες κανέναν κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.