Αδίκως μάνα κάθεσαι και κλαις και μαραζώνεις
Όσα και αν χύνεις δάκρυα εμένα δε με σώνεις
Μου καταστρέφει την καρδιά ένα σαράκι μαύρο
και χρόνια τώρα δεν μπορώ τη γιατριά μου να βρω
Τα γιατρικά κι οι συνταγές εμένα δε με πιάνουν
και δεν μπορούν μανούλα μου τον πόνο μου να γιάνουν
Έτσι της μοίρας ήτανε γραμμένο ν’ αρρωστήσω
Και μες τον κόσμο έρημη μανούλα να σ’ αφήσω