Επέστρεψα στη γειτονιά μετά από χίλια χρόνια.
Σαν στρατιωτάκια ακίνητα!
Χειμώνας ήταν που έφυγα και ήρθα σε χειμώνα.
Τις καμινάδες, κοίταζα, ο πάγος να κυκλώνει
και στης αυλής τη μάντρα
καθότανε ένα παιδί και έγραφε στο χιόνι
Ήτανε, λέει, ένα καράβι
κι όπως ταξίδευε ένα βράδυ,
τρόμαξε.
Ο ουρανός είχε κατέβει
κι όπως το είδε να παλεύει
του ’ριξε
δυο σύννεφα να το σηκώσουν.
Κι όταν του κόσμου έλιωσε η πέτσα “εκείνη” η άσπρη,
καταμεσής του δρόμου
καθότανε ένα παιδί και έγραφε στη λάσπη:
Ήτανε, λέει, ένα καράβι
κι όπως ταξίδευε ένα βράδυ,
τρόμαξε.
Ο ουρανός είχε κατέβει
κι όπως το είδε να παλεύει
του ’ριξε
δυο σύννεφα να το σηκώσουν.