Φτάσαμε στην Αλεξάνδρας ξημερώματα
να γλιτώσεις τους αποχαιρετισμούς
γύρω βρώμικα καφέ με ξένα ονόματα
προσκαλούνε μέσα τους περαστικούς
μήπως θες κάτι να φας να σε κρατήσει
μουσική στ’ ακουστικά σου σιγανή
αποφεύγεις έτσι όποιον σου μιλήσει
σε ρωτάω κι ανεβάζεις τη φωνή
Και να κάνεις τη στιγμή συνηθισμένη
το αντίο, πάντα αντίο θα σημαίνει
Σ’ ένα χάρτη με στυλό τραβάς το δρόμο σου
και τσιγάρα στρίβεις για τη διαδρομή
ένας τρόπος να σκοτώσεις, λες, το χρόνο σου
ένας τρόπος να σκοτώσεις τη στιγμή
Και να γύριζες να δεις, τι θα `χε γίνει
αφού τίποτα δε διαρκεί στη μνήμη
Ένα τζιν μπουφάν φθαρμένο για το κρύο
κι ένας σάκος που σε λίγο θα εκραγεί
μ’ ένα σάλτο μπαίνεις μες στο λεωφορείο
δε μ’ αφήνεις τελευταία επιλογή…
Έφευγες από Αλεξάνδρας τα χαράματα
μ’ ένα αρχαίο πούλμαν μπλε πορτοκαλί
να μη δω το πρόσωπό σου μες στα κλάματα
με το χνώτο είχες θαμπώσει το γυαλί.
Και να σ’ έβλεπα να κλαις, τι θα `χε γίνει
αφού ο χρόνος τελικά όλα τα σβήνει