Φαντάστηκες πως θ’ απορήσω
όταν σε είδα μια βραδιά,
να ‘σαι στο κάθισμα το πίσω,
σε κάποια Σεβρολέτ παλιά.
Νύχτα και βγήκατε για βόλτα
κι έτυχε να σας δω εγώ,
θα πήγαινες πάλι, σαν πρώτα,
με υποψήφιο γαμπρό.
Ξέρεις, μωρό μου, δε με νοιάζει
και δε μου καίγεται καρφί,
θα πω “εντάξει, δεν πειράζει”
κάνεις νυχτερινή ζωή.
Μέσα στο τραίνο, χτες, την Τρίτη,
είδα ένα γούνινο παλτό,
το φόραγε κάποιο κορίτσι
που `χα γνωρίσει στο σταθμό.
Μου ‘πε να τη φωνάζω Λίζυ
και να της μάθω μουσική,
διαβάζει κόμικς, ζωγραφίζει,
μαζί της, ψώνιο η ζωή.
Ξέρεις, μωρό μου, δε με νοιάζει
και δε μου καίγεται καρφί,
θα πω “εντάξει, δεν πειράζει”
πριν απ’ τη Λίζυ ήσουν εσύ.
Ξέρεις, μωρό μου, δε με νοιάζει
και δε μου καίγεται καρφί,
θα πω “εντάξει, δεν πειράζει”
κάνεις νυχτερινή ζωή.
Ξέρεις, μωρό μου, δε με νοιάζει
και δε μου καίγεται καρφί,
θα πω “εντάξει, δεν πειράζει”
πριν απ’ τη Λίζυ ήσουν εσύ.
Ξέρεις, μωρό μου, δε με νοιάζει
και δε μου καίγεται καρφί,
θα πω “εντάξει, δεν πειράζει”
κάνεις νυχτερινή ζωή.