Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.
Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.
Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.
Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ’ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει “Τρίχα”.
Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.
Όξω απ’ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ’ αχαμνά του.
Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.
Αριβάρει στο Μακάο
μ’ ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ’ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.
Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει,
τσου χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.
Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι,
τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.
Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το `σκασε νύχτα με μουσώνα
μ’ όλο το βιός σε μια κασώνα.
Το μωρό μας με κλωτσάει,
τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια τον βασιλιά.
Α! Το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.