Πέταξες το μαχαίρι κι έκοψες το σκοινί.
Αυτή η πίκρα η αποψινή
ορκίζομαι να ’ναι η στερνή.
Θα σ’ αγαπώ, ποιος ξέρει, μα δε θα σου το πω.
Όταν μιλούν για σένα θα ριγώ,
μα θα το ξέρω μόνο εγώ.
Μην κοιτάς που ζω και μην ακούς που τραγουδάω,
πονάω.
Είμ’ ένας αητός που σπαρταρά στη φυλακή.
Είμαι μια ψυχή χαμένη στη βροχή και πάω,
που πάω;
Που να πάω, που, αφού εσύ δε θα ’σαι εκεί.
Πέταξες το μαχαίρι και πόνεσα βαθιά.
Ορκίζομαι αυτή η λαβωματιά
να ’ναι η στερνή λαβωματιά.
Θα σ’ αγαπώ, ποιος ξέρει πότε θα γιατρευτώ.
Στο πρώτο ξεροβόρι θα ριγώ,
μα θα το ξέρω μόνο εγώ.
Μην κοιτάς που ζω και μην ακούς που τραγουδάω,
πονάω.
Είμ’ ένας αητός που σπαρταρά στη φυλακή.
Είμαι μια ψυχή χαμένη στη βροχή και πάω,
που πάω;
Που να πάω, που, αφού εσύ δε θα ’σαι εκεί.