Ανάθεμα π’ αγάπησα το χώμα σου πατρίδα
και διπλοτρισανάθεμα που δε σε ματαείδα
κοντόμερος κι ανήμπορος το κύμα αναρωτούσα
κι αντίκρυ μου ο Χάροντας και τον περιγελούσα
Ανήμερα κι απ’ αύριο καράβι καρτερούσα
κι ήτονε νεκροκάραβο και για τ’ αλλού κοιτούσα
Μια μέρα μια Παρασκευή θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ’ αναστηθώ από το χώμα πάνω