Τα πιο ωραία παραμύθια
απ’ όσα μου ‘χεις διηγηθεί
αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που ‘χουν χαθεί
αχ είν’ εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που ‘χουν χαθεί.
Για τα παιδιά που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος
στις λίμνες στο βορρά
για τα παιδιά που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι
στης στρίγκλας τη σπηλιά.
Σε συμμορίες με ζητιάνους
σε αχυρώνες και σ’ αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές.
Για τα παιδιά που τα ‘συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά
τα πιάσαν οι φρουρές.
Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη
λίγο νερό του καφετζή
τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί
τα διώχνει ο πρώτος μ’ ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί.
Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το `να δόντι μου πονεί
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το `να δόντι μου πονεί.
Το γράμμα σου δέκα σελίδες
πάλι η ίδια συμβουλή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν’ αλλάξω πια ζωή.
Ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ’ αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί.