Ήτανε οχτώ εννιά, φτιάχναν δυο ομάδες
και τις Κυριακάδες παίζαν στο στενό
Βούιζε η γειτονιά απ’ το φωνοκόπι
μπίσταγε το τόπι ως τον ουρανό
Μείναν ύστερα δυο τρεις σμίγανε ανάρια
τα πικρά τα βράδια της μουντής βροχής
Το διαλάγανε νωρίς με τα μάτια κάτου
με τα βάσανά του μίλαγε ο καθείς
Ήτανε οχτώ εννιά κι ένας έχει μείνει
λιώνει στο καμίνι της μικρής ζωής
Μα στην ίδια γειτονιά πάλι φωνοκόπι
πίσω απ’ το τόπι της χρυσής ζωής