Κάθε βραδάκι μια φωτιά, το στήθος μου φουντώνει
κι αδιάκοπα με τριγυρνούν, πικρές, καημοί και πόνοι,
κι αδιάκοπα με τριγυρνούν, πικρές, καημοί και πόνοι.
Τέτοια ζωή με βάσανα, κανένας δεν την έχει,
να τρέχουνε τα μάτια μου, σαν τη βροχή που βρέχει,
να τρέχουνε τα μάτια μου, σαν τη βροχή που βρέχει.
Φαίνεται μας κόψανε, το άμοιρο κορμί μου
κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει την ψυχή μου,
κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει την ψυχή μου.