Έχει καημούς η ξενιτιά και ντέρτια και φαρμάκια
και άραχλη είναι η ζωή και μαύρη εδώ στα ξένα.
Και πάντα η σκέψη μου γυρνά στα γνώριμα δρομάκια
που παίζαμε όταν ήμαστε παιδάκια ευτυχισμένα.
Μόνο όποιος ζει στην ξενιτιά μακριά από το χωριό του,
μακριά από το νησάκι του απ’ τα γνωστά του μέρη.
Μακριά απ’ τη μανούλα του κι από το πατρικό του
τι μαύρη που ‘ναι η ξενιτιά μονάχα εκείνος ξέρει.
Ξενιτιά, ξενιτιά
που με πίκρα βγάζουμε όλοι το ψωμί μας.
Ξενιτιά, ξενιτιά
που ποτίζεις με φαρμάκια τη ζωή μας.
Ας μπορούσα στην πατρίδα να γυρίσω
τ’ άγιο χώμα της για λίγο να φιλήσω
και μετά ας ξεψυχήσω.
Ξενιτιά, ξενιτιά
μια μονάχα μου απόμεινε ελπίδα.
Ξενιτιά, ξενιτιά
σαν πεθάνω να με θάψουν στην πατρίδα.
Ας μπορούσα στην πατρίδα να γυρίσω
τ’ άγιο χώμα της για λίγο να φιλήσω
και μετά ας ξεψυχήσω.