Που να ‘ναι να μου πει μπορεί κανείς
η ξακουστή ομορφιά της Ρώμης Φλόρα,
η Αρχιπιάδα, η ξαδέρφη της, Θαΐς
που ακούστηκε όπου γης χωριό και χώρα;
Κι η ηχώ η αντιλαλούσα που ‘χε δώρα
ομορφιάς, που γυναίκα άλλη καμιά
ανθρώπου δεν απόχτησε ως με τώρα;
Μα τα χιόνια που να είν’ τα περσινά;
Που βρίσκεται η τετράσοφη Ελοΐς,
που ο Πέτρος Εμπαγιάρ, σε μαύρην ώρα,
γι αυτή ευνουχίστη και στο Σαιντ Ντενίς
έθαψε την ζωή του ρασοφόρα;
Κι η ρήγισσα, που αφού έκαμε τη γνώρα
του Μπουριντάν, την άνομη, βαθιά
τον έριξε στην Σεν, πού να `ναι τώρα;
Μα τα χιόνια που να είν’ τα περσινά;
Βασίλισσα λευκή, άστρο της αυγής,
που γλυκοτραγουδούσες παθοφόρα,
Μπέρτα μεγάποδη, Μπιετρίς, Αλίς,
Αρεμβουργίς, που ‘χες της Μαιν τη χώρα,
Ιωάννα που στη Ρουένη λευκοφόρα
οι Άγγλοι σε κάψανε μαρτυρικά,
στ’ όνομα της Παρθένας, που είστε τώρα;
Μα τα χιόνια πού να είν’ τα περσινά;
Πρίγκιπα, όπου κι αν ψάξεις κι όσην ώρα
του κάκου, δεν τις βρίσκεις πουθενά
κι αυτήν την επωδό ξέχασ’ την τώρα.
Μα τα χιόνια που να είν’ τα περσινά;