Η μπόρα αργά σαν ξέσπασε και γιόμισαν οι λάκκοι,
κι απ’ τα νερά που κελαηδάν κρυφόπινε η ψυχή,
σκυμμένο μες στα χώματα, ξεχάραξε έν’ αυλάκι,
να φεύγει μέσα καθαρή και γάργαρη η βροχή.
Κι ως φάνη ο ήλιος άξαφνα στο χαρωπόν αγέρα
από τη δύση και οι ογροί γελάσαν ουρανοί,
βαθιανασάναν γαλανά και πράσινα όλα ως πέρα,
και με καινούρια, τα πουλιά λαλήσανε, φωνή,
πιάνει και πλάθει τρυφερό πηλόν από το χώμα,
στις δυο του φούχτες ήσυχα, σαν να τανε φωλιά
μ’ άγια στορφή και τα φτερά, μ’ άγια στοργή το σώμα,
ζυμώνει τότε δώδεκα τριγύρω του, πουλιά…
Αργά φτασμένος ο Ιωσήφ, με σύνεργα στον ώμο,
στη λάσπη βλέπει ανάμεσα σκυμμένο το παιδί,
και με φωνή το πιτιμά σκληρήν από το δρόμο
“Σήκω γοργά απ’ τα χώματα, μην πάρω το ραβδί!”
Με τη ματιάν ολόφωτη, νοητή χορτάτη,
τονε κοιτάζει ο Ιησούς και δείχνει υπακοή,
μα, πριν σηκωθεί απ’ τα χώματα, σκύβει σαν να `λεε κάτι,
κι απ’ την ψυχή του, στον πηλό, δίνει όσην έχει πνοή