Σ’ ενούς λυράρη την αυλή εκόνεψεν ο χάρος
κι ανεσηκώθη ο λυρατζής παλιό κρασί να φέρει
λες κι ήτο φίλος του ακριβός να τονε τραπεζώσει
και ξεκρεμά τη λύρα του γλυκό σκοπό ν’ αρχίσει
λες κι ήτονε κανάς γλεντζές να τονε ξεφαντώσει
Άσε το δίσκο λυρατζή και κρέμασε τη λύρα
φύλαξε το δοξάρι σου για δεν το ξαναπιάνεις
και κάτσε να χαζιρευτείς τα σκολινά σου βάλε
γιατί σε παίρνω σύναυγα και πας στον κάτω κόσμο
Χάρε αν θέλεις αφησ’ με τη λύρα μου να πάρω
απού μιλούν οι κόρδες τση και κλαίει ο καβαλάρης
και το γερακοκούδουνα του δοξαριού μου λένε
τ’ απάνω κόσμου τσι χαρές τση νιότης τα τσαλίμια
την ομορφιά των κοριτσιών τση λεβεντιάς τη χάρη
και μιας αγάπης μου παλιάς το κάνω πασιγέτι
που διπλοπαράγγελνε τη λυρα μη ξεχάσω
στον κάτω κόσμο όντε θα ‘ρθω
Δε στην αφήνω ζάβαλε καλλιά ‘χω να τη σπάσεις
γιατί με το δοξάρι σου σηκώνεις ποθαμένους
και θ’ αρχινήσεις κοντυλιές να ταραχίσεις τσ’ άντρες
να ξεμυαλίσεις κοπελιές να ξετρουνίσεις γέρους
και θα πλανέψεις τα μωρά να κλαίνε για κανάκια
και θα μισήσουν τα κελιά του Νάδη τα καστέλια
κι ούλοι θα θένε να ’ρθουνε στον κόσμο τον απάνω…