Καλότυχα ‘ναι τα βουνά, καλότυχα ‘ναι τα όρη,
που γεραθιά δεν έχουνε, χάρο δεν ανημένουν,
μόνο ανημένουν άνοιξη, να’ μορφοστολιστούνε.
Να ροδαμίσουνε κλαδιά και τα δεντρά ν’ ανοίξουν,
να ξεκινήσει η μέλισσα στς αθούς το πήγαινε-έλα,
να κακαρίσει πέρδικα, πουλιά να κελαηδήσουν.
Να βγουν στ’ αόρι οι βοσκοί, να βγουν κι οι βοσκοπούλες,
να ιδούνε σφιχταγγάλιασμα, παιγνίδι και κανάκι,
ν’ ακούνε κάθ’ απού μουχλιά του θιαμπολιού τον ήχο.
Να βγουν στ’ αόρι έγγαλα, απάλαγα και στείρα,
ν’ ακούσουν τραγοσκλάβερα, λέρια και καμπανέλια,
να ξεφωνίζουν οι κορφές, ν’ αντιλαλούν τα πλάγια.
Εδά απ’ αλάργο τα θωρώ, π’ αλάργο τα ξανοίγω,
που έναν καιρό δεν έφηνα κορφή να μην πατήσω,
ανάθεμά σας γεραθειά!
Χειμώνας πιάνει τα βουνά κι άνοιξη καρτερούνε,
χειμώνας και τα γεραθειά, μα η άνοιξή ντως πού `ναι;