Άνοιξε η γη και σ’ άρπαξε
γιε μου μοναχογιέ μου
ήπιες τ’ αμίλητο νερό
και δεν μιλάς καλέ μου.
Βλέπω τον ήλιο σκοτεινό
και το φεγγάρι μαύρο
κι εγώ η μάνα που πονώ
παρηγοριά πού θα βρω.
Είναι βαριά τα σύννεφα
κι ο ουρανός θλιμμένος,
μέσα στης γης την αγκαλιά
κοιμάσαι κουρασμένος.
Κλαίνε στις πόλεις στα χωριά,
κλαίνε στα κατωχώρια
της κάθε μάνας η καρδιά
έχει τον πόνο χώρια.
Οι στράτες όπου διάβαινες
τις διάβηκαν πλημμύρες
κι όλου του κόσμου τον καημό
στα στήθια σου τον πήρες.
Εκεί που πας στον ουρανό
μη με ξεχνάς παιδί μου,
εγώ είμαι μάνα και πονώ
κι εσύ είσαι η ψυχή μου.