Σ’ αυτό το πέλαγο που είναι βαθύ και πλούσιο
να πας να δώσεις, αλήτη, μια βουτιά
είναι ωραίο, είναι μοιραίο,
είναι γαλάζιο Ελληνικό.
Σ’ αυτό το πέλαγο που είναι βαθύ κι ωραίο
να πας να ρίξεις, αλήτη, μια ματιά
θα δεις και κάτι που βγάζει μάτι
τότε θα πέσεις στα βαριά
δεν είσαι εντάξει μα θα σ’ αλλάξει
σ’ αυτό το πέλαγο βαθύ, γίνεται χρόνια μια γιορτή
μεγαλοπρέπεια μαγική το χάος
κι είσαι κι εσύ μέσα εκεί.
Άναψε φωτιά για να αντέξεις
είναι το πέλαγο τώρα πιο βαθύ
και σε ρουφάει, σε τυραννάει
θα σε τραβήξει σαν παιδί,
μύτη που σηκώθηκε ψηλά
είναι το πέλαγο και τώρα σου γελά
και σε τραβάει, δε σε ρωτάει,
απ’ τα ψηλά στα χαμηλά.
Σ’ αυτό το πέλαγο που `ναι βαθύ και πλούσιο,
μέσα να πας να δεις πιο καθαρά,
θα το μισήσεις, θα αρρωστήσεις
πόσο πολύ βρώμισε πια,
ποιος έχει φταίξει, ποιος θα τ’ αντέξει,
φορτώσου όλη τη βρωμιά,
τ’ αρχαία ξέχνα τα λουριά,
αυτό το πέλαγο, είσαι εσύ, αλήτη,
εσύ, που του `δωσες πνοή.
Άναψε φωτιά για ν’ αντέξεις
είναι το πέλαγο τώρα πιο κοντά
και σ’ αγαπάει, δε σε ρωτάει
τώρα το βλέπεις καθαρά,
έχει και λίγες ομορφιές,
γαλάζιες, άσπρες μαχαιριές,
θα το μισήσεις σαν εχθρό,
θα τ’ αγαπήσεις σαν Θεό.
Σε έχει δέσει
και σου αρέσει.
Γιατί είν’ πολύ Ελληνικό.