Ως είσαι ξαπλωμένη με βλέφαρα κλειστά
σε γη χορταριασμένη, σε γη φαρμακερή
δεν ξέρω αν κοιμάσαι ή εμένα λαχταράς
να δώσω ύστερο φιλί.
Μα απ’ τους πολλούς αιώνες που κάθομαι βουβός
έχω ριζώσει χάμω, τα χέρια μου κλαδιά.
Πως να σε πλησιάσω, έρημο κορμάκι, πως
να σε κρατήσω αγκαλιά.
Έλα μεγάλε Βούδα, έλα ακίνητε,
χαιρέτησε την κόρη, που σου `φτιαχνε καφέ.
Μπροστά σου θα `ναι εντάξει, μα σαν φύγεις θα παραμιλά
που η αγάπη έφυγε.