Σ’ ανασκευάζω, μοναξιά
μ’ ένα “Ν” και μ’ ένα “Α”
που βρεθήκανε τυχαία μια βραδιά.
Κι όπως κάθισαν κοντά
είπε το ‘να στ’ άλλο
“Να πως γεννιούνται της μοίρας τα γραφτά”.
Το μελαχρινό το “Ν”
σκύβει, δίνει ένα φιλί
στην ολόλευκη του “Α” τη γραμμή.
Κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά
κι είπανε για πάντα
“Να αγαπιόμαστε, να δίνουμε φιλιά.
Να λιαζόμαστε μαζί
ύστερα από βροχή
καθισμένοι σε ουράνια γραμμή.
Να γελάμε δυνατά
να φοράμε τη χαρά
να φωνάζουμε στον κόσμο Να!”
“Κι αν με δεις”, λέει το “Α”
“σε ανάποδη σειρά
να σου λέω κατά λάθος Αν,
Αν ραγίσει το γυαλί
αν αλλάξει η γραφή
αν σπάσει η ουράνια γραμμή…
Τότε να με πάρεις αγκαλιά
και να γράφεις καθαρά
Να η αγάπη μας, μωρό μου, να”.