Ο κόσμος θ’ άλλαζε αν μ’ ένιωθαν δικό τους οι δικοί σου,
αν η αδερφή σου με χαιρετούσε πιο τρυφερά.
Αν ο μπαμπάς σου με ρωτούσε τι πιστεύω για το θρύλο,
κι άμα το σκύλο τον είχε μάθει να μη μου ορμά.
Αν η μαμά σου συγκινιόταν έστω μ’ ένα μου στιχάκι,
κι αν το μωράκι σας στη θέα μου δεν έκλαιγε και τόσο γοερά,
αν η γιαγιά σου κι ο παππούς σου δε διέδιδαν κρυφά πως είμαι gay,
θα `ταν Ο.Κ., θα `ταν γλυκιά μου όλα απλά.
Ο κόσμος θα `ταν αριστούργημα αν μ’ αγαπούσες λίγο,
και αν πριν να φύγω, μου `λεγες “Φοίβο, γύρνα ξανά”.
Αν κάθε Σάββατο απ’ τ’ απόγευμα ντυνόσουνα για μένα,
κι αν στην καδένα σου είχες χαράξει “Φ” και καρδιά.
Αν καταλάβαινες μια λέξη έστω απ’ όσες σου `χω γράψει,
κι άμα το αμάξι μου δεν το `βρισκες σαράβαλο, το σπίτι μου γιαπί,
αν ήμουν ένα απ’ αυτούς που θεωρούνται από τις φίλες σου ωραίοι,
θα `ταν Ο.Κ., θα `ταν γλυκιά μου θαύμα η ζωή.
Θα `μουνα βέβαιος πως έχω έναν άγγελο προστάτη,
πλάι στο κρεβάτι, αν είχα κάτι άλλο στο νου.
Απ’ το να τρέχω συνεχώς πίσω από κάποιες σαν και σένα,
να φτύνω αίμα να με προσέξουν ενώ είν’ αλλού.
Μια συλλογή γραμματοσήμων, μια εκδρομή στην άγρια δύση,
θα `ταν μια λύση, θα `ταν μια καλή ιδέα, θα `ταν μια καινούρια αρχή.
Θα με ρωτούσανε κι οι φίλοι πως περνάω, η ζωούλα μου πως ρέει,
θα `λεγα Ο.Κ., όμως γλυκιά μου τι θα έλεγες εσύ….
τι θα έλεγες εσύ…