Είχαμε ένα καφενείο
κι ένα πράσινο θρανίο
κι ήρθαν κάτι γεγονότα
κι άλλαξε η ζωή.
Κυριακή στην εκκλησία
” Τι είναι ρε λογοκρισία;”
” Άμα ακούσεις Θεοδωράκη μπαίνεις φυλακή”.
Είχε ένα πουλί στα σπίρτα ζωγραφιά
κι ένα μαύρο φανταράκι μέσα στη φωτιά
Είχαμε έναν αστυνόμο,
μια πλατεία κι ένα δρόμο
κι όταν θέλαμε γυναίκα
τρέχαμε μ’ ορμή.
Έξω από την κάμαρά της
γυάλιζαν τα βλέφαρά της
μια κοτούλα η Ουρανία
πέντε οι πετεινοί.
Είχε ένα πουλί στα σπίρτα ζωγραφιά
κι ένα μαύρο φανταράκι μέσα στη φωτιά
Είχε ο γάιδαρος σαμάρι
και πατούσε στο φεγγάρι
μ’ ένα πόδι ο αστροναύτης
μαύρο κι ασημί.
Κι όπως έπεφτε ησυχία
ξαφνικά στην επαρχία
ένα αστέρι έπεσε στη Γη.
Με το Φώτη του μπακάλη
το Φανούρη του παπά
Ηρακλή και Αχιλλέα
κι ένα αμίλητο Θωμά…
Είχαμε ψηλά ταβάνια
κι απ’ τις δέκα στα ντιβάνια,
τηλεόραση “uranya”
κι ήτανε πρωί
που ’φυγε για την Αθήνα,
όμορφη σαν ελαφίνα
αγκαλιά με κάποιον άλλο
μάνα μου, η ζωή!
Κι έκλαψα πολύ
για κείνα τα φιλιά
που ποτέ δε σου `χα δώσει
άδεια μου αγκαλιά!
Που ’φυγε για την Αθήνα,
όμορφη σαν ελαφίνα
αγκαλιά με κάποιον άλλο
μάνα μου, η ζωή!
Κι έκλαψα πολύ
για κείνα τα φιλιά
που ποτέ δε σου `χα δώσει
άδεια μου αγκαλιά!