Όχι πως την λαχτάραγε με όλη την ψυχή του
Δεν βρίσκουμε ότι ψάχνουμε ποτέ βρε αδερφέ
Μα ένα αδειανό απόγευμα τη θέλησε δική του
Όπως την είδε που έβγαινε φουριόζα απ’ τον ΟΤΕ
Κορμάκι αγορίστικο βλέμμα χαμηλωμένο
Κινήσεις λίγο σίγουρες και λίγο νευρικές
Ένα βιβλίο αύνθημα στην αγκαλιά σφιγμένο
Πάνο απ’ το γιακαδάκι της ένας μικρός λεκές
Τον έπιασε μια έξαψη που δεν την είχε νιώσει
Εδώ και μήνες κάμποσους ψάχνοντας, το σωστό
Οράματα προγράμματα ελπίδες με τη δόση
Δυάρι μεροκάματα και πλήξη στα ρεπό
Γλαστρούλα στον ακάλυπτο να δώσει λίγο χρώμα
Την δίαλεξε μα άλλαξε η γνώμη του γι’ αυτήν
Σαν έμαθε πως ήτανε μια παντρεμένη ακόμα
Την βρήκε πιο ξεδιάτροπη και πιο ερωτική
Έργα πανομοιότυπα ήρωες με καρμπόν
Μισογεμάτα βλέποντας ποτήρια και φεγγάρια
Ρωτάνε μια το μέλλον τους και μια το παρελθόν
Και αν ο Θεός θα έπαιζε ποτέ μαζί τους ζάρια
Πάντα μετά τον έρωτα του άρεσε να την ψάχνει
Τον ρώταγε τι έβρισκε κοντά του και γιατί
Παιχνίδι δίχως έξοδο που άρχισε να τον φτιάχνει
Τον ρόλο καβατζάροντας του δύσκολου εραστή
Ήταν ακόμα ευαίσθητη κι ακόμα τόσο νέα
Πριν απ’ τον γάμο τίποτα δεν πρόλαβε να δει
Μαζί του μια εξαίρεση πρώτη και τελευταία
Ακόμα ένα κούρδισμα πριν σπάσει η χορδή
Στο τελευταίο ραντεβού ώρες μέσα στ’ αμάξι
Του δόθηκε απόλυτα παρθένα κι ορφανή
Αυτός στιγμή δε γύρισε στα μάτια να κοιτάζει
Κι όπως σε ψύκτη έσκυβε τη φλόγα της να πιει
Την πήγε μέχρι τον ΟΤΕ δεν είπανε αντίο
Σαν μια κρυφή υπόσχεση είπαν για χωρισμό
Εκείνος πήγε κι άραξε δυο ώρες στο Μουσείο
Δεν ήξερε πως ένοιωθε και έκλαψε γι’ αυτό