Κάτω απ’ το βράχο κυλάει το νερό,
Βαθύ χαράζει αυλάκι το δάκρυ τ’ αρμυρό.
Είμαι βράχος αρμυρός και πάνω μου (πάνω μου, ναι!) σπάζουν τα πλοία,
κρύβω μέρα το φιλί και το σούρουπο (μέρα το φιλί) κρύβω τους όρκους,
(Χαίρομαι!) Στην αντάρα χαίρομαι και στη γαλήνη κλαίω,
Κι έχω στο σώμα μου πληγές κι έτσι κι εγώ πληγώνω κι άλλους
Κι έχω το στόμα μου κλειστό, μη και με βρει η Σειρήνα
Και με γελάσει η μάγισσα κι από τα μάγια ανθίσω
(Κι έρθει) Κι έρθει κύμα ανίκητο για να κάψει τα λουλούδια,
Να μυρίσει η γη θάνατο και να `ρθεί ξανά ο θάνατος το καλοκαίρι
Κι η θάλασσα η πιο βαθιά ν’ ανοίξει την καρδιά μου.
Κι η θάλασσα η πιο βαθιά ν’ ανοίξει την καρδιά μου.
Κάτω απ’ το βράχο μια θάλασσα βαθιά,
Τη μέρα μου θυμώνει, τη νύχτα μου γελά.
Είμαι βράχος σιωπηλός ακίνητος και (ακίνητος, ναι!) στέκομαι μόνος
Και καρτερώ τους ναυαγούς (κοίτα τους!) να βγούνε ν’ ανασάνουν,
Να βρούνε καταφύγιο (έτσι ειμ’ εγώ!) και ψεύτικες ελπίδες,
Να `ρθει η νύχτα (να `ρθει) η σκληρή και πιο σκληρή (ναι!) να `ρθει η μέρα,
(Είκοσι) Ν’ αντέξουν χρόνια είκοσι κι ύστερα να ξεχάσουν,
εκείνο που ζητούσανε σαν φεύγανε για το ταξίδι
Και το πανί (κάπου στο βάθος το πανί) στον ορίζοντα ν’ ασπρίσει,
Φωτιά ν’ ανάψουν και καπνό, να στείλουνε σινιάλο,
Μα να τους πάρει από `δω δε θα βρεθεί καράβι.
Μα να τους πάρει από `δω δε θα βρεθεί καράβι.
Μα να τους πάρει από `δω δε θα βρεθεί καράβι.
Μα να τους πάρει από `δω δε θα βρεθεί καράβι.