Σούρουπο φτάνω στην Αντέλμα με πλοίο μακρινό
κι ο ναύτης στην ταβέρνα
θυμίζει έναν αδελφό που χάθηκε μόνος,
γνωστοί απ’ το στρατό
Πιο κάτω τρέχει ένα κορίτσι πως μοιάζει στη Ζωή! που
Απ’ έρωτα είχε φύγει για πάντα ένα πρωί
Σούρουπο φτάνω στην Αντέλμα, την πόλη των νεκρών
Στους δρόμους πρόσωπα κοιτάζω και φαίνονται γνωστά
Ο δάσκαλος της έκτης μ’ ελάχιστα μαλλιά
φιλάει την κυρα Σοφία ξανά
Όλοι με ξέρουν στην Αντέλμα. Με σφίγγουν, μου γελούν
Τα παγωμένα χέρια τους με πνίγουν, μ’ αγαπούν
Σούρουπο τρέχω στην Αντέλμα, την πόλη των νεκρών
Σκέφτομαι τώρα στην Αντέλμα πως είναι πια πολλοί
οι φίλοι που `χω χάσει και λίγοι οι ζωντανοί
Τα χρόνια περνούν
κι όλοι μόνοι τους φεύγουν
Ίσως να χάνω το μυαλό μου ή πέθανα κι εγώ
Μα το `χω για καημό μου εσένανε να δω
Σούρουπο ψάχνω στην Αντέλμα, την πόλη των νεκρών