Αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο!
Δίχως, μια στάλα στοργή,
σ’ όσους διψάν για χίμαιρες, γέρνεις
την κούπα σου που ‘ναι πάντα αδειανή.
Κι ενώ περνά η νύχτα κατάλευκη,
βροχερή σαν Κυριακή,
ξέρω γιατί, στ’ αυτί που σπαράζει,
χιμάς και γλείφεις σαν το σκυλί.
Δεν αγαπάς!Αφήνεις τους ψύλλους σου,
τους ήχους που φτάνουν από μακριά,
αγρύπνια, κακόφωνο όργανο,
που αλέθεις των εκλεκτών το “ωσαννά”.
Αγρύπνια της κόλασης κήτος,
είναι το φιλί σου φωτιά.
Αφήνει μια γεύση από σίδερο,
που ‘χουν ξηλώσει από καράβια παλιά.