Έβαλε στα όνειρα φωτιά
μια γυναίκα που ‘χε πέτρινη καρδιά,
έκαψε αγάπες και φιλιά
και οι όρκοι της πετάξαν σαν πουλιά.
Είχε κάτι μάτια που με σκότωναν,
έλεγε τα λόγια που με θόλωναν,
είχε ένα σώμα σαν την κόλαση,
ωωωωωω.
Το μαχαίρι στην καρδιά
μου το έβαλε μια νύχτα, βαθιά,
και μου φέρθηκε σκληρά
μια γυναίκα που ‘χε πέτρα καρδιά,
το μαχαίρι στην καρδιά
μου το έβαλε μια νύχτα, βαθιά,
και μου φέρθηκε σκληρά,
πολύ σκληρά.
Έκλεψε απ’ τα μάτια μου το φως
και ο κόσμος είναι, τώρα, σκοτεινός,
έκοψε τη φλέβα της ζωής
δε μ’ αγάπησε και είμαι, πια, κανείς.
Σαν βροχή, στο σώμα της, περπάτησα,
την ζωή μου όλη την παράτησα,
σαν την πεταλούδα όμως πιάστηκα,
ωωωωωω.
Το μαχαίρι στην καρδιά
μου το έβαλε μια νύχτα, βαθιά,
και μου φέρθηκε σκληρά
μια γυναίκα που ‘χε πέτρα καρδιά,
το μαχαίρι στην καρδιά
μου το έβαλε μια νύχτα, βαθιά,
και μου φέρθηκε σκληρά,
πολύ σκληρά.
Είχε κάτι μάτια που με σκότωναν,
έλεγε τα λόγια που με θόλωναν,
είχε ένα σώμα σαν την κόλαση,
ωωωωωω.
Το μαχαίρι στην καρδιά
μου το έβαλε μια νύχτα, βαθιά,
και μου φέρθηκε σκληρά
μια γυναίκα που ‘χε πέτρα καρδιά,
το μαχαίρι στην καρδιά
μου το έβαλε μια νύχτα, βαθιά,
και μου φέρθηκε σκληρά,
πολύ σκληρά.