Με πόσα δάκρυα δεν τη ρώτησα
κι έμεινε πάλι σιωπηλή.
Μπήκα στο επόμενο ταξί σαν νεκρός
για να την δω εκεί στο σπίτι του εμπρός,
να κατεβαίνει βιαστική.
Διψούσα της ψυχής της το άνοιγμα
μα είδα της φρίκης το στριπ τήζ
του κοριτσιού μου το ομοίωμα
ν’ αφήνει εκείνο το σημείωμα,
στου αμαξιού του το παρμπρίζ.
Με το κραγιόν σ’ ένα χαρτάκι
το ρετιρέ έχει αποκριά
όπως απόψε πλάι στο τζάκι
που ακούω τ’ απέναντι χωριά.
Με το κραγιόν σ’ ένα χαρτάκι
επαναλάμβανα διαρκώς
όπως κολλάει το δισκάκι
όπως κολλάει ένας σκοπός.
Λες και ζητούσα αυτών των λέξεων
το άλικο στόμα ν’ ανοιχτεί
στα σκοτεινά του να κατέβαινα
στο αιώνιο δράμα να επενέβαινα,
πιο `ξηγημένα να παιχτεί.
Η αγάπη όλα τα ονειρεύεται
και με τ’ ασήμαντα γελάει
τα χρόνια φύγαν μα η γιορτή διαρκεί,
εγώ το ξέχασα εκείνο εκεί.
Ένας καθρέφτης κι ένα γέλιο μου αρκεί,
κρίμα που δεν το συζητάει.