Αλλάζουν οι καιροί, περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια
Το πέλαγο πικρό και η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του Πόντου ναυαγό
που χάθηκε, μα η μνήμη του έχει μείνει κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη
κι απ’ τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς,
για να μπορώ σε τούτο το τεφτέρι καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς,
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
και Ανάσταση θα αργήσει να φανεί
θέλω να πας στην Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο, τον αητό και τον αστρίτη.
κι άμα θα δεις κρυφά στο μέτωπό σου, να λάμπει μια απαλή μαρμαριγή
τ’ αλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου,
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή που καρτερεί στο βράχο το δικό σου.