Έρωτες που χαθήκανε κι όνειρα που σβηστήκαν
στο φως δε βγήκανε, μες στην καρδιά κρυφτήκαν,
εκεί που ζούνε μάτια μου κι απλώνονται σαν ίσκιοι,
μου πέσαν τα γοβάκια μου κι ούτε ένας δεν τα βρίσκει.
Καρδιά που δεν ξεχνάς ποτέ σου,
τον ύπνο μου ραγίζεις
μα πιο πολύ με τυραννάς
μήπως κι αυτό το συνηθίσεις,
μα πιο πολύ με τυραννάς
μήπως κι αυτό το συνηθίσεις.
Έρωτες που κοιμίζουνε μες στο κορμί τ’ αγρίμια
ξυπόλυτοι γυρίζουνε στου νου τα καλντερίμια,
εκεί που ζούνε μάτια μου κι απλώνονται σαν ίσκιοι,
μου πέσαν τα γοβάκια μου κι ούτε ένας δεν τα βρίσκει.
Καρδιά που δεν ξεχνάς ποτέ σου,
τον ύπνο μου ραγίζεις
μα πιο πολύ με τυραννάς
μήπως κι αυτό το συνηθίσεις,
μα πιο πολύ με τυραννάς
μήπως κι αυτό το συνηθίσεις