Ήταν μια εκδρομή φοιτητική
τέλη του Μάη,
γύρω κόσμος πολύς μπίρες πολλές
και μουσικές, φεύγει και πάει.
Θεσσαλονίκη στα `δωσα όλα
και τώρα πια είμαι ένα τίποτα,
Σουζάνα σου `δωσα το παλτό μου
και τώρα κρυώνω.
Δεύτερο βράδυ μαστόρεψα
καινούργια αρχή
με το ρυθμό στο ρελαντί,
μ’ άνετο ύφος κι ας χαθεί.
Δώσ’ μου λιγάκι να πιω κι εγώ
απ’ το δικό σου το μισό,
μα ήμουν δειλός
κι ένιωσα βλάκας και μισός.
Το τρίτο βράδυ βόλτες μονάχος
αν ήταν λάθος,
χαζεύω βιτρίνες και σινεμά
άδεια παγκάκια στα στενά.
Κι ο ξεδοντιάρης ο κουλουράς
απ’ τη γωνία
φίλε, μου λέει, πάρε να φας
να μη σε τρώει η αγωνία.
Θεσσαλονίκη στα `δωσα όλα
και τώρα πια είμαι ένα τίποτα,
Σουζάνα σου `δωσα το παλτό μου
και τώρα κρυώνω.
Τέταρτο βράδυ για την Αθήνα,
δίψα και πείνα,
στο ίδιο κουπέ με μια γριά
που για τα εγγονάκια της μιλά.
Άσε γιαγιά, και να χαρείς
μη με σκοτίζεις,
κι αν το σκοτάδι έξω βαθύ,
αυτή η σκιά μ’ ακολουθεί.
Θεσσαλονίκη στα `δωσα όλα
και τώρα πια είμαι ένα τίποτα,
Σουζάνα σου `δωσα το παλτό μου
και τώρα κρυώνω, και τώρα κρυώνω,
και τώρα κρυώνω.