Το καράβι π’ αγαπούσες να βουλιάζει μην κοιτάς,
αν ταξίδι λαχταρούσες, μέσα μπες να πας,
μες στην κάπνα, μες στη σκόνη, χωριστήκαμε ξανά,
γέμισα τον κόσμο μόνη για το πουθενά.
Στην Ελλάδα με νταλγκάδες πάμε για το δυο χιλιάδες,
μας πουλάν κι οι μπαλκονάδες όραμα φελλό,
στον ταμπλά με τα κουλούρια, κάντε ρεμπεσκιέδες γιούργια,
μα η ανάσταση περνάει πρώτα απ’ το μυαλό.
Ή στραβός είν’ ο γιαλός μας ή πηγαίνουμε στραβά,
και σκουριάζει τ’ όνειρό μας σε θολά νερά,
το καράβι, Παναγιά μου, θα σωθεί δε θα σωθεί,
αχ Ελλάδα, έρωτά μου, σ’ έχω χρεωθεί.
Στην Ελλάδα με νταλγκάδες πάμε για το δυο χιλιάδες,
μας πουλάν κι οι μπαλκονάδες όραμα φελλό,
στον ταμπλά με τα κουλούρια, κάντε ρεμπεσκιέδες γιούργια,
μα η ανάσταση περνάει πρώτα απ’ το μυαλό.
Στην Ελλάδα με νταλγκάδες πάμε για το δυο χιλιάδες,
μας πουλάν κι οι μπαλκονάδες όραμα φελλό,
στον ταμπλά με τα κουλούρια, κάντε ρεμπεσκιέδες γιούργια,
τα ναυτάκια τα καινούργια θα `βγουν στο γιαλό.