Της μοναξιάς μου τ’ αδειανό, τ’ άψυχο σώμα
φόρεσε απόψε του παράδεισου το χρώμα.
Σ’ αγγίζω πάλι, στ’ όνειρό σου περπατώ,
την παγωνιά μέσ’ απ’ τα χέρια μου πετώ
κι από του πόνου δραπετεύω την κρυψώνα,
κι από του πόνου δραπετεύω την κρυψώνα.
Κι ανοίγω το παράθυρο να μπεις,
σαν ήλιος το δωμάτιο να φωτίσεις,
ατέλειωτες στιγμές αναμονής
κι αμέτρητα παράπονα να σβήσεις.
Της απουσίας το κενό θα συμπληρώσω,
τα δάκρυά μου στο συρτάρι θα κλειδώσω.
Θα σε γεμίσω με φιλιά και θα σου πω
το πιο βαθύ, το πιο μεγάλο “σ’ αγαπώ”.
Κι όποιο το τίμημα κι αν είναι θα πληρώσω,
κι όποιο το τίμημα κι αν είναι θα πληρώσω.