Τι μπορείς να πεις για φτώχεια και μιζέρια,
τι μπορείς να πεις αφού στο χρήμα κολυμπάς,
τι μπορείς να πεις για κόπους και νυχτέρια,
τι μπορείς να πεις αφού μερόνυχτα γλεντάς.
Είσ’ από ’κείνα τα παιδιά, τα χαϊδεμένα,
τη δική σου πόρτα δεν την ξέρει ο καημός,
ρούχα και παπούτσια δε φορούσες μπαλωμένα
ούτε σου `χει τύχει να πλαγιάσεις νηστικός.
Τι μπορείς να πεις για φτώχεια και μιζέρια,
τι μπορείς να πεις αφού στο χρήμα κολυμπάς.
Τι μπορείς να πεις για νιάτα παιδεμένα,
τι μπορείς να πεις για πικραμένα γηρατειά,
τι μπορείς να πεις για όνειρα χαμένα,
που `χουνε καεί από της φτώχειας τη φωτιά.
Είσ’ από ’κείνα τα παιδιά, τα χαϊδεμένα,
τη δική σου πόρτα δεν την ξέρει ο καημός,
ρούχα και παπούτσια δε φορούσες μπαλωμένα
ούτε σου ‘χει τύχει να πλαγιάσεις νηστικός.
Τι μπορείς να πεις για νιάτα παιδεμένα,
τι μπορείς να πεις για πικραμένα γηρατειά.