Διακοπές μόλις τελειώναν τα σχολεία
στο χωριό που ‘χε το σπίτι η γιαγιά
Κυριακές το σκάγαμε απ’ την εκκλησία
κι ας ήτανε μπαμπάς σου ο παπάς
Τρέχαμε στο βράχο του Προφήτη Ηλία
μου `φερνες τις μαργαρίτες στην ποδιά
μ’ έψαχνε η μάνα μου στη λειτουργία
πριν καταλάβει κάτι ο μπαμπάς
Κι έτσι όπως αρχίσαμε
το συνεχίσαμε
κι αν μας κυνηγήσανε
δεν κοινωνήσαμε ποτέ την Κυριακή
Χίλιους όρκους δώσαμε
που δεν προδώσαμε
κι όταν μεγαλώσαμε
δε μετανιώσαμε για τότε που είμασταν μικροί
(Μα τι περνάς αν είσαι γιος παπά)
Κυριακές απ’ την ταράτσα την πλατεία
βλέπαμε τα δυο μας τζάμπα σινεμά
Ζήλευε που με φιλούσες η Μαρία
την άλλη μέρα σ’ έδερνε ο παπάς
Κι έτσι όπως αρχίσαμε
το συνεχίσαμε
κι αν μας κυνηγήσανε
δεν κοινωνήσαμε ποτέ την Κυριακή
Χίλιους όρκους δώσαμε
που δεν προδώσαμε
κι όταν μεγαλώσαμε
δε μετανιώσαμε για τότε που είμασταν μικροί
(Κι ας φώναζαν για μας οι συγγενείς)
Κυριακή ήταν η μέρα που σε πήρα
στο χωριό φορούσα τ’ άσπρο νυφικό
Μπήκαμε πρώτη φορά στην εκκλησία
και τι χαρά που έκανε ο μπαμπάς