Πέταξες στον ώμο το σακάκι,
πάνω στο τραπέζι τα κλειδιά,
άναψες αργά ένα τσιγάρο
κι είπες ένα αντίο βιαστικά,
κι είπες ένα αντίο βιαστικά.
Στάσου, που πας, στάσου, που πας,
τόσες θυσίες πως ξεχνάς,
στάσου, που πας, στάσου, που πας,
σαν το φονιά με παρατάς,
στάσου, στάσου, στάσου, που πας.
Πέταξες στον ώμο το σακάκι,
να βρεις άλλο θύμα ξεκινάς,
που ‘ναι όλα αυτά που μου ‘χες τάξει
που ‘ναι η αγάπη σου φονιά,
που ‘ναι η αγάπη σου φονιά.
Στάσου, που πας, στάσου, που πας,
τόσες θυσίες πως ξεχνάς,
στάσου, που πας, στάσου, που πας,
σαν το φονιά με παρατάς.
Στάσου, στάσου, στάσου, που πας.