Αχ, τίποτα πια δεν ζητώ
απόψε αυτό μου είναι αρκετό
εσύ στης καρδιάς τον ρυθμό να χτυπάς
κι εγώ να μην ξέρω ποιον ίσκιο ρωτάς
Αχ. μια φορά κι έναν καιρό
όταν ρωτούσα ποιον έχω Θεό
μου τραγουδούσε η μαμά
τα βράδια στα σκοτεινά:
Ανατολικά της Εδέμ
ζούσε ένας τύπος μποέμ
που φορούσε πάντα λουλούδι στο πέτο
Ήτανε πολύ αμπιγέ
είχε ένα κοστούμι ριγέ
περπατούσε λες κι είχε κάνει μπαλέτο
Μοίραζε χιλιάδες φιλιά
πλήρωνε για νά’ ρθουν βιολιά
και τα βράδια γλυκά τραγουδούσε
έναν τόσο λυπημένο σκοπό
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ
Amour, toujours
ca va; Bonjour!
Παντελόνια κοντά ναυτικά
με το πιάνο και τα γαλλικά
Amour, toujours
ca va; Bonjour!
Εν δυο τρία, ξανά τον σκοπό
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ…
Αχ… Τίποτα πια δεν ζητώ
απόψε αυτό μου είναι αρκετό
εσύ, στης καρδιάς τον ρυθμό να χτυπάς
κι εγώ να μην ξέρω γιατί μ’ αγαπάς…